Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

καταφέρω πλήγματα

См. также в других словарях:

  • καταφέρω — (AM καταφέρω) 1. φέρω κάτι με ορμή εναντίον κάποιου, χτυπώ κάποιον («η αεροπορία κατέφερε ισχυρά πλήγματα στον εχθρό») 2. μέσ. καταφέρομαι εκφράζομαι δυσμενώς εναντίον κάποιου, κατηγορώ με δριμύτητα κάποιον μσν. φέρνω κάποιον σε άσχημη κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • διασπαθίζω — 1. καταφέρω πλήγματα με τη σπάθα, σπαθίζω 2. κατασπαταλώ …   Dictionary of Greek

  • καταπαίω — (Α) 1. χτυπώ με δύναμη, καταφέρω πλήγματα, μαστιγώνω 2. προσβάλλω, υβρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παίω «χτυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • σπαθίζω — σπάθισα, καταφέρω πλήγματα με το σπαθί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφυροκοπώ — σφυροκοπῶ, έω, ΝΑ [σφυροκόπος] χτυπώ με τη σφύρα, σφυρηλατώ νεοελλ. μτφ. καταφέρω συνεχή και βίαια πλήγματα εναντίον τού αντιπάλου («τα εχθρικά αεροπλάνα σφυροκοπούν τις θέσεις μας από το πρωί») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»